To Top

Χίος

Παραδοσιακά επαγγέλματα της Χίου

  • Αρχική
  • Αφιερωματα
  • Παραδοσιακά Επαγγέλματα
paradosiaka-epaggelmata

Πατήστε στους παρακάτω συνδέσμους για γρήγορη πλοήγηση:

Ναυπηγοί | Ξυλοναυπηγοί | Μαστιχοπαραγωγοί | Βυρσοδέψες - Ταμπάκηδες

 

Ναυπηγοί στη Χίο

nafpigikiΟι μαρτυρίες για τη ναυπηγική τέχνη στον Ελληνικό χώρο πριν από τον 18ο αιώνα είναι λιγοστές και σποραδικές. Υπήρχαν διάσπαρτα μικρά ναυπηγεία τουλάχιστον από τα τέλη του 16ου αι., που όμως δεν γνωρίζουμε για το τρόπο οργάνωσης και τον τρόπο λειτουργίας τους, τις τεχνικές και τα εργαλεία των τεχνιτών, τον καταμερισμό εργασίας και τον αριθμό των απασχολούμενων στην κατασκευή των διαφόρων πλοιαρίων. (η πρόταση που έχω επισημάνει μπορεί να σβηστεί). Οι ελάχιστες γραπτές μαρτυρίες που έχουν διασωθεί δεν μας δίνουν σαφή εικόνα για τα είδη και τα μεγέθη των πλοίων, τα οποία εξαρτώντο από τις τεχνικές κατασκευής και την ύπαρξη άφθονης ξυλείας. Γνωρίζουμε με βεβαιότητα ότι οι Έλληνες επιδίδονταν στη ναυτιλία και το εμπόριο, ήταν ικανοί ναυπηγοί και επιδέξιοι θαλασσοπόροι, ενώ πραγματοποιούσαν συχνά ταξίδια μέχρι τα λιμάνια της Αδριατικής.

Γνωρίζουμε επίσης πως ορισμένες νησιωτικές και παράκτιες περιοχές ήταν υποχρεωμένες να τροφοδοτούν με σκάφη και ναυτικούς τον οθωμανικό στόλο, ενώ σε άλλες περιπτώσεις αναφέρονται, ήδη από τον 16ο αι., μετακινήσεις τεχνιτών από ναυπηγείο σε ναυπηγείο, επιβεβλημένες από την οθωμανική διοίκηση. Χαρακτηριστική περίπτωση στα τέλη του 18ου αιώνα είναι ο μαστρο-Σταμάτης Κουφουδάκης, ο οποίος αφού έφυγε από τη Χίο εκλήθη με φιρμάνι να εργαστεί στο ναυπηγείο της Κωνσταντινούπολης, στη συνέχεια επέστρεψε στην Ελλάδα και άλλαξε τον τρόπο κατασκευής των πλοίων, στα Ψαρά, την Άνδρο και τη Σύρο, εφαρμόζοντας πρώτος τη μέθοδο της σάλας στο σχεδιασμό των σκαριών.

Ο τόπος, ο χρόνος, το είδος και ο αριθμός των τεχνιτών, που υποχρεωτικά έπρεπε κάθε φορά να αποστείλει κάθε περιοχή, καθορίζονταν με ειδικά διατάγματα, τις λεγόμενες μετακλήσεις.

Το καθήκον της συγκέντρωσης και αποστολής αυτής της φορολογίας, στην περίπτωση της Χίου είχε η Δημογεροντία, περιοχή ευθύνης της οποίας αποτελούσε το βόρειο και κεντρικό τμήμα του νησιού, όχι το νότιο, τα Μαστιχοχώρια.
Τη Δημογεροντία αποτελούσαν, εξέχοντα πρόσωπα των τεσσάρων συνοικιών της πόλης ένα από την Απλωταριά, ένα από τον Εγκρεμό, ένα από το Παλαιόκαστρο, και δύο από τον Φραγκομαχαλά, τόπο διαμονής των Λατίνων, για λόγους ισορροπίας. Τα άτομα αυτά εκλέγονταν κάθε χρόνο μεταξύ των προυχόντων της πόλης.

Για την κάλυψη των τεράστιων αναγκών των ταρσανάδων, οι Οθωμανοί εκτός από την υποχρεωτική κλήτευση τεχνιτών, έπαιρναν και έμμισθους (μισθοφορά). Διέμεναν βέβαια ομαδικά, σε άθλιους θαλάμους, χωρισμένοι κατά συντεχνίες και εργάζονταν εξαντλητικά από την ανατολή μέχρι την δύση του ηλίου. Υπήρχε όμως τέτοια οικονομική αθλιότητα σε ορισμένες περιοχές, που πολλοί πήγαιναν. Περιοχές της Χίου "εξήγαγαν" επαίτες στις μεγάλες πόλεις της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.

Επειδή ο περιορισμένος χώρος του ναυπηγείου δεν επαρκούσε για την εγκατάσταση των μετοίκων-τεχνιτών, καλαφατών, ξυλουργών, σιδεράδων, κατασκευαστών ιστών, ιστίων, κουπιών, ναυτικών κλπ, εγκαταστάθηκαν και στις γύρω περιοχές όπως ο Γαλατάς, το Κασίμ-Πασά, το Τοπχανέ, το Χάσκιοϊ και αποτέλεσαν με την πάροδο του χρόνου τον πυρήνα της ανάπτυξης τους. Κατά τον Εβλιά Τσελεπή, το 17ο αιώνα κατοικούσαν, 200.000 «άπιστοι», -σε 70 συνοικίες Ρωμιών, τρεις συνοικίες Φράγκων, δύο Αρμενίων, μιας Εβραίων- και 60.000 μουσουλμάνοι σε 18 συνοικίες.

Οι πολιτικοοικονομικές συνθήκες που επικράτησαν στο Αιγαίο από τα μέσα του 17ου και ιδιαίτερα κατά το 18ο αι με τις συνθήκες του Κιουτσούκ Καϊναρτζή (1774) και Αϊναλή Καβάκ (1779) ευνόησαν την ανάπτυξη του εμπορίου και επέτρεψαν στους Έλληνες ναυτικούς και πλοιοκτήτες να αυξήσουν και να βελτιώσουν το στόλο τους, ενώ νέα ναυπηγικά κέντρα ιδρύονται σε νησιά του Αιγαίου και παράκτιες περιοχές, εκεί όπου αναπτύσσονται οι θαλάσσιοι εμπορικοί δρόμοι.

 

Ξυλοναυπηγοί

ksilonaypigiki1Η Ναυπηγική τέχνη των Χίων ναυπήγησε τα μεγαλύτερα και πιο όμορφα ελληνικά σκάφη τα οποία θαύμασε όλη η Ευρώπη. Στα τέλη του 18ου αι. -αρχές 19ου αι. η ναυπηγική αυτή τέχνη των Χίων γνώρισε μεγάλη άνθηση από μια ομάδα αρχιναυπηγών όπως ο Δημήτριος Ραπίτης, ο Χρήστος Σκαραμαγκάς και κυρίως ο Ιωάννης Μαρής.

Αυτοί διδάχτηκαν τη ναυπηγική τέχνη από τον Σταμάτη Κουφουδάκη από τη Χίο, ο οποίος στα τέλη του 18ου αιώνα αφού εργάστηκε στο ναυπηγείο της Κωνσταντινούπολης, στη συνέχεια επέστρεψε στην Ελλάδα και άλλαξε τον τρόπο κατασκευής των πλοίων, στα Ψαρά, την Άνδρο και τη Σύρο, όπου εργάστηκε, εφαρμόζοντας πρώτος τη μέθοδο της σάλας στο σχεδιασμό των σκαριών.

Με αυτή τη μέθοδο φτιάχτηκαν πλοία σε μέγεθος και τύπους που δεν ήταν δυνατόν να κατασκευαστούν με την προηγουμένη μέθοδο του «μονόχναρου».

Ο γιος του μαστρο-Σταμάτη, ο Γιάννης συνέχισε στην Άνδρο τη ναυπηγική τέχνη του πατέρα του, ενώ ο εγγονός του ο Σταμάτης, έγινε αργότερα αρχιναυπηγός στο νεώριο της Σύρου. Στον τελευταίο ανήκει το ομοίωμα συριανού καραβόσκαρου με το οποίο συμμετείχε σε διεθνή έκθεση στο Μπορντό το 1907.

Ο Δημήτριος Ραπίτης σχεδίασε και κατασκεύασε μεγάλα σκάφη, γολέτες, καραβόσκαρα, αλλά και μικρά αλιευτικά. Το ναυπηγείο του βρισκόταν στην παραλιακή του Βροντάδου κοντά στη Λότζα. Επίσης, διατηρούσε σάλα, χώρο σχεδίασης του υπό κατασκευή πλοίου, στην περιοχή της Αγίας Άννας της Καπέλας, έναν ενιαίο χώρο πάνω από 100τμ στο ξύλινο πάτωμα του οποίου με τη βοήθεια σπάγκων και καρφιών σχεδίαζε μόνος του τα πλοία που του είχαν παραγγείλει. Απ' ότι μας λέει ο κος Νίκος Ζαχαριάδης, δισέγγονος του Δημήτριου Ραπίτη «...για τις μετρήσεις του είχε σαν μέτρο το μπαστούνι του και για μεγαλύτερες διαστάσεις χρησιμοποιούσε ένα σχοινί με κόμπους σε ίσες αποστάσεις, σαν υποδιαιρέσεις και ότι από τον εξοπλισμό της σάλας, έχει διασωθεί μόνο το φωτιστικό της, κάτι σαν πολυέλαιο με 5 κεριά».

Ο Χρήστος Σκαραμαγκάς, ναυπήγησε το πρώτο τρικάταρτο καράβι 700 τόνων που ονόμασε Νέα Μονή στα ναυπηγεία που ο ίδιος ίδρυσε στη περιφέρεια του Βροντάδου (Βρύση Πασσά). Η ξυλεία που χρησιμοποίησε για την κατασκευή του καραβιού αυτού προήλθε από το δάσος της Νέας Μονής. Επίσης ναυπήγησε ένα μπάρκο περίπου 900 τόνων.

ksilonafpigiki2 ksilonafpigiki3

 

Μαστιχοπαραγωγοί

mastixoparagogoiΗ Χίος και συγκεκριμένα τα Μαστιχοχώρια (Μεστά, Καλλιμασιά, Πυργί, κ.ά), που βρίσκονται στο νότιο τμήμα του νησιού, διεκδικούν την παγκόσμια αποκλειστικότητα στην καλλιέργεια και παραγωγή φυσικής μαστίχας. Παρότι το συγκεκριμένο φυτό, ο σκίνος, είναι αυτοφυές και σε άλλα μέρη του νησιού, ενώ (όπως αναφέρουν οι κάτοικοι των Μαστιχοχωρίων) έχουν γίνει και προσπάθειες μεταφύτευσης και καλλιέργειας και σε άλλα μέρη της Ελλάδας και του εξωτερικού (νότια Γαλλία), μόνο στη συγκεκριμένη περιοχή της νότιας Χίου έχει ικανοποιητική απόδοση σε μαστίχα, πιθανόν εξ' αιτίας κάποιας ιδιαιτερότητας της σύστασης του εδάφους.

Φυσικά, αυτό το δεδομένο επηρέασε σημαντικά την οικονομική, κοινωνική και πολιτισμική ιστορία του νησιού, αφού η μαστίχα χρησιμοποιείται ως πρώτη ύλη σε μια ευρεία ακολουθία προϊόντων, όπως στη μαγειρική και στη ζαχαροπλαστική, σε αρωματικά έλαια και σε καλλυντικά, ακόμη και σε φαρμακευτικά σκευάσματα. Την εποχή της κυριαρχίας των Γενουατών, η εμπορική εταιρεία της «Μαόνας» που κατείχε το νησί έδωσε ειδικά προνόμια στα Μαστιχοχώρια, αλλά επέβαλλε και βαριές ποινές για την παράνομη διακίνηση της μαστίχας. Ίδια ακριβώς πολιτική ακολούθησαν και οι Οθωμανοί που τους διαδέχτηκαν. Μάλιστα, λέγεται ότι ο Σουλτάνος εξαγόρασε όσους αιχμαλώτους προέρχονταν από τα Μαστιχοχώρια μετά τη σφαγή της Χίου (1822) και τους επανεγκατέστησε στο νησί, για να μη διακοπεί η παραγωγή του συγκεκριμένου πολύτιμου προϊόντος.

Ένα από τα μεγαλύτερα διαμετακομιστικά κέντρα ήταν η Κωνσταντινούπολη, απ' όπου οι έμποροι μετέφεραν τη μαστίχα στην Ανατολή, αλλά και μέχρι τις Αραβικές χώρες. Η παραγωγή της μαστίχας αποτελούσε συμπληρωματικό εισόδημα των αγροτικών οικογενειών που διέθεταν κάποια στρέμματα, ενώ η συλλογή και επεξεργασία του μαστιχιού ήταν υπόθεση όλης της οικογένειας και κυρίως των γυναικών. Στη σύγχρονη εποχή η Χίος εξάγει σημαντικές ποσότητες μαστίχας τόσο στις ανατολικές, όσο και στις δυτικές αγορές. Η τιμή της μαστίχας έχει αυξηθεί αρκετά σε σύγκριση με παλαιότερες εποχές, ενώ παρότι ούτε σήμερα υπάρχουν αγρότες οι οποίοι ασχολούνται αποκλειστικά με τη συγκεκριμένη καλλιέργεια, η ώθηση που έδωσε στην ανάπτυξη του εμπορίου της μαστίχας η Ένωση Μαστιχοπαραγωγών, έχει ενισχύσει τα εισοδήματα των παραγωγών.

Το μαστίχι παράγεται από τον κορμό του μαστιχόδενδρου. Ένα καλό δέντρο μπορεί να παράγει από 200 γραμμάρια μέχρι 500 το πολύ, ενώ η αποδοτικότητά του εξαρτάται και από την ηλικία του. Η διαδικασία καλλιέργειας είναι κουραστική και δύσκολη, επειδή τα δέντρα αυτά είναι αρκετά ευαίσθητα και χρειάζονται φροντίδα όλο το χρόνο. Οι εργασίες αρχίζουν το φθινόπωρο και κατά τη διάρκεια του χειμώνα οργώνουν το χωράφι με τους σκίνους και το καθαρίζουν από άλλους θάμνους και χόρτα ώστε να διατηρείται μέχρι την άνοιξη. Το Μάιο, αρχίζουν να «ξύνουν το σκίνο», δηλαδή να καθαρίζουν τον κορμό των μαστιχόδενδρων και τα μικρά κλαδιά. Η διαδικασία αυτή ολοκληρώνεται σταδιακά για όλα τα δένδρα μέχρι τις αρχές Ιουλίου, με τη χρήση ενός εργαλείου που ονομάζεται «άμνια». Ο σκίνος είναι ένα κοντό, θαμνοειδές φυτό. Οι καλλιεργητές προσπαθούν να δίνουν στα φυλλώματά του σχήμα ομπρέλας, έτσι ώστε να κρατά από κάτω την υγρασία και να μην ξεραίνεται η ρίζα του.

Στις αρχές Ιουλίου καθαρίζουν περιμετρικά τα δέντρα από μικρά κλαδιά ή άλλα άγρια χόρτα έτσι ώστε η περιοχή κάτω από το δέντρο να είναι καθαρή και λεία. Στη συνέχεια η περιοχή αυτή, η οποία ονομάζεται «τραπέζι», σκουπίζεται με μία αυτοσχέδια σκούπα που κατασκευάζεται από άγρια χόρτα όπως θυμάρι, φασκομηλιές κ.α. και ονομάζεται «γόδορα». Ακολουθεί το χωμάτισμα, δηλαδή το «τραπέζι» επικαλύπτεται με άσπρο χώμα, το οποίο βρίσκεται σε σπηλιές στη γύρω περιοχή, έτσι ώστε η μαστίχα που θα τρέξει από τον κορμό των δέντρων να μείνει καθαρή και να μην έρθει σε επαφή με φύλλα, πέτρες, ή σκούρο χώμα, στοιχεία που μπορούν να καταστρέψουν τη διαύγεια και την καθαρότητά της.

Αμέσως μετά ξεκινούν τα πρώτα «κεντήματα». Το κέντημα, δηλαδή η χάραξη των κορμών από όπου θα τρέξει το μαστίχι, είναι μια δύσκολη διαδικασία, αφού οι τομές πρέπει να ακολουθούν τις διαδρομές που έχουν «ζωντανές φλέβες», που «ανεβάζουν το χυμό του μαστιχιού προς τα πάνω», ενώ οι μαστιχοπαραγωγοί δουλεύουν σκυφτοί, εξαιτίας του μικρού ύψους των κορμών. Το κέντημα συνεχίζεται κάθε τρεις-τέσσερις μέρες περίπου, στα ίδια δέντρα, με ανάλογες «κεντιές», επτά έως οκτώ φορές. Ανάλογα με το μέγεθος του δέντρου είναι και τα κεντήματα. Ξεκινούν συνήθως με τέσσερις-πέντε κεντιές χαμηλά, πέντε-έξι ψηλότερα στο επόμενο κέντημα, έξι-εφτά ακόμα ψηλότερα, φτάνοντας μέχρι τα κλαδιά. Η τεχνική παραδίδεται από γενιά σε γενιά. Το εργαλείο που χρησιμοποιούσαν παλιότερα ονομάζονταν «κεντητήρι» ή «τιμητήρι».

Ο χυμός της μαστίχας αρχικά είναι παχύρρευστος και μοιάζει με λιωμένο κερί, αλλά σκληραίνει όταν πέφτει στο «τραπέζι» και δημιουργούνται μικροί λευκοί κρύσταλλοι. Τα καλύτερα κομμάτια είναι οι «πίτες», δηλαδή τα μεγάλα, χοντρά και λευκά συσσωματώματα. Αντίθετα όταν το μαστίχι έχει λερωθεί από σκούρο χώμα και έχει γίνει μαύρο, ονομάζεται «αναπινάδα», θεωρείται κακής ποιότητας και η τιμή του είναι εξίσου χαμηλή. Το κέντημα σταματά το Δεκαπενταύγουστο, ενώ η συλλογή αρχίζει μετά από δεκαπέντε ακόμα μέρες, για να ξεραθεί και να μεστώσει το μαστίχι. Το Σεπτέμβρη, μαζεύουν αρχικά τις πίτες, τα μεγάλα δηλαδή κομμάτια και στη συνέχεια τα πιο μικρά κομμάτια με ένα εργαλείο, σαν μικρής επιφάνειας σπάτουλα, το «καμοτήρι». Παλιότερα τα τοποθετούσαν σε ειδικά καλάθια, τα λεγόμενα μαστιχοκαλαθάκια ή «καφκιά». Στη συνέχεια αρχίζει η διαδικασία του καθαρίσματος. Παλιότερα οι γυναίκες μαζεύονταν σε συντροφιές και έβαζαν σε ένα ταψί μια ποσότητα μαστίχας, έβγαζαν τις μεγάλες πέτρες και στη συνέχεια κοσκίνιζαν τη μαστίχα, έτσι ώστε να φύγει κάθε χώμα ή άλλο μικρό πετραδάκι. Τέλος έπλεναν τη μαστίχα στη θάλασσα ή μετέπειτα μέσα σε σκάφη με πράσινο φυσικό σαπούνι.

Πηγές που χρησιμοποιήθηκαν
Συνέντευξη Ζερβούδη Μαρίας [μαστιχοπαραγωγού], συμμετέχουν ο Γιώργος Μουστρίδης [συλλέκτης εργαλείων και γνώστης για τα μαστίχια] και ο Θεοδόσης Μουστρίδης [παλιός μαστιχοπαραγωγός, πατέρας του Γιώργου Μουστρίδη], στα μαστιχόδεντρα στα Μεστά Χίου, στις 11/07/2005.
Συνέντευξη Μουστρίδη Γιώργου [μαστιχοπαραγωγού] στη Χίο, στις 11/07/2005

Πηγή

 

Βυρσοδέψες – Ταμπάκηδες

virsodepses1Βυρσοδέψες ή ταμπάκηδες ονομάζονταν οι τεχνίτες που αναλάμβαναν την κατεργασία δερμάτων στα βυρσοδεψεία. Οι εγκαταστάσεις των βυρσοδεψείων βρίσκονταν συνήθως σε παραθαλάσσιες περιοχές, ώστε να χρησιμοποιούν το απαραίτητο για την κατεργασία των δερμάτων θαλασσινό νερό. Το νησί της Χίου, από τις αρχές έως τα μέσα του 19ου αιώνα, αριθμούσε περίπου 18 βυρσοδεψία με 580 εργάτες, οι περισσότεροι εκ των οποίων άνδρες - οι λιγοστές γυναίκες ασχολούνταν κυρίως με τη βαφή των δερμάτων. Οι βυρσοδέψες είχαν ιδρύσει ένα ισχυρό σωματείο, το «Σύνδεσμο Εργατών Βυρσοδεψών Χίου», το καταστατικό του οποίου αναφέρει την ίδρυσή του το 1918 και την τελευταία του τροποποίηση το 1991.

Τα δέρματα τα προμηθεύονταν ακατέργαστα και παστωμένα από χώρες του εξωτερικού (Γαλλία, Ροδεσία, Ιταλία, Αγγλία, Ελβετία) και ήταν δύο ειδών, ξηράλατα και υγράλατα - πιο μαλακά. Τα απαραίτητα υλικά για την κατεργασία ήταν το νερό, το αλάτι, ο φλοιός πεύκου, το βαλανίδι, ο ασβέστης και τα χρώματα για τις βαφές. Τα εργαλεία που χρησιμοποιούσαν κυρίως ήταν καρότσια μεταφοράς, μασιές, γάντζοι, πιστόλια για βάψιμο, ψαλίδια, ζυγαριές, σφραγίδες κ.α., ενώ τα κυριότερα μηχανήματα ήταν οι μυλόπετρες όπου άλεθαν το πεύκο και το βαλανίδι, η μηχανή αφαίρεσης λίπους, οι βαρέλες κατεργασίας, το ξηραντήριο, κ.α.

Η διαδικασία της κατεργασίας ήταν χρονοβόρα και πολύπλοκη και περνούσε από πολλά στάδια: 1) ξέπλεναν τα δέρματα καλά για να φύγει το αλάτι, 2) τα τοποθετούσαν για μία περίπου εβδομάδα σε ασβέστη (αρχικά στα ασβεστερά - μετά σε βαρέλες με ασβέστη), για να αφαιρεθεί το τρίχωμα και στη συνέχεια τα ξέπλεναν στις βαρέλες κατεργασίας με θαλασσινό νερό, 3) αφαιρούσαν από το εσωτερικό του δέρματος το λίπος - το οποίο το συνέλεγαν και το πουλούσαν - και έπειτα το ξέπλεναν καλά, 4) τοποθετούσαν τα δέρματα σε εκχύλισμα πεύκου και βαλανιδιού (για να σκληρύνουν) και τα άφηναν για μεγάλο χρονικό διάστημα - από 1 έως και 6 μήνες, ανάλογα με τις ανάγκες της επιχείρησης και στη συνέχεια τα ξέπλεναν, 5) τα πάστωναν με φυτικές ουσίες για 2 εβδομάδες περίπου, 5) τοποθετούσαν τα δέρματα στις βαρέλες κατεργασίες και στη συνέχεια τα ξέπλεναν, 6) έβαζαν τα δέρματα στην πρέσα για να φύγουν τα υγρά, 7) τα τοποθετούσαν σε βαρέλες με έλαια (ψαρέλαιο συνήθως) για να μαλακώσουν και στη συνέχεια τα κρεμούσαν, 8) τα περνούσαν από τη «στρωτήρα», για να ανοίξουν οι πόροι από το «πρόσωπο» (το πάνω μέρος) του δέρματος, 9) έβαφαν τα δέρματα με πιστόλια βαφής, 10) τα ξήραιναν (το καλοκαίρι τα κρεμούσαν, το χειμώνα τα έβαζαν σε ξηραντήριο), 11) τα περνούσαν από ένα μηχάνημα με κυλίνδρους για να σιδερωθεί το δέρμα 12) τέλος, σφράγιζαν τα δέρματα με την επωνυμία της επιχείρησης και τα τύλιγαν με τη βοήθεια ενός μάγκανου.

Η κύρια κρίση στον τομέα της βυρσοδεψίας, επήλθε τη δεκαετία του 1980, λόγω του έντονου ανταγωνισμού από μεγάλες αθηναϊκές επιχειρήσεις, έτσι τα περισσότερα βυρσοδεψεία έκλεισαν το ένα μετά το άλλο.

virsodepses2 virsodepses3

Πηγές που χρησιμοποιήθηκαν
Συνέντευξη Γεωργούλη Μιχάλη [βυρσοδέψη] στη Χίο, στις 09/07/2005

Πηγή

Kάνε εγγραφή στο επίσημο newsletter του chios.gr

Designed by TruthWebMedia

Copyright © Περιφερειακή Ενότητα Χίου